- ἐξεφώνησα
- ἐκφωνέωcry outaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξεφωνίζω — και ξεφωνώ 1. βγάζω δυνατές και παρατεταμένες φωνές, φωνάζω δυνατά, κραυγάζω 2. θρηνώ, οιμώζω, ιδίως μπροστά σε νεκρό 3. αποδοκιμάζω κάποιον έντονα και δημόσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξεφώνησα (βλ λ. ξ[ε] ), αόρ. τού ἐκφωνῶ, με σίγηση τού αρκτ.… … Dictionary of Greek